Σημαντική αύξηση παρουσίασε ο κύκλος εργασιών του λιανεμπορίου το 2023, σύμφωνα με το νέο δείκτη που παρουσίασε ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας, ενώ σε επιμέρους κλάδους η αύξηση έφθασε μέχρι 28%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο σύνολο του λιανικού εμπορίου, ο κύκλος εργασιών το 2023 ανήλθε σε 68,14 δισεκ. σημειώνοντας αύξηση 7% σε σχέση με το 2022, που ήταν 63,7 δισεκ.
Για το λιανικό εμπόριο, χωρίς τους κλάδους οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων, ο κύκλος εργασιών το 2023 ανήλθε σε 24,82 δισεκ. σημειώνοντας αύξηση 5,6% σε σχέση με το 2022, που ήταν 23,50 δισεκ. Ο τζίρος στον κλάδο αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων, αυξήθηκε κατά 28%.
Όπως επισημαίνει ο Σύλλογος, «στο νέο δείκτη περιλαμβάνονται μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις (με απλογραφικά και διπλογραφικά στοιχεία) από τον οποίο όμως εξαιρούνται οι κλάδοι των καυσίμων, τροφίμων και οχημάτων, οι οποίοι με το μέγεθος τους και τις ανεξέλεγκτες αυξομειώσεις τους επηρεάζουν δυσανάλογα τα αποτελέσματα που μέχρι σήμερα ανακοινώνονται». Υποστηρίζει ακόμη ότι:
- Η περσινή χρονιά ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές καταγράφοντας το Α’ τρίμηνο το εντυπωσιακό ποσοστό αύξησης του 18%, όμως όσο βαδίζαμε προς το τέλος της, τα πράγματα γίνονταν όλο και δυσκολότερα, καταλήγοντας στην αναιμική αύξηση του 1,55%.
- Οι επιχειρήσεις με απλογραφικά στοιχεία, που στην πλειοψηφία τους είναι πολύ μικρές, το τελευταίο τρίμηνο του έτους είδαν για πρώτη φορά στη χρονιά τις πωλήσεις τους να μειώνονται κατά 3%.
Με αφορμή την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του Δείκτη Λιανικής του ΕΣΑ, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης δήλωσε:
«Είμαστε περήφανοι, γιατί με την παρέμβαση μας και με την εξαιρετική συνεργασία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, για πρώτη φορά στα χρονικά μπορούμε να μιλήσουμε για τα αποτελέσματα του λιανεμπορίου χωρίς να μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει.
Τα αποτελέσματα λοιπόν που καταγράφει ο Δείκτης του ΕΣΑ, δεν μας επιτρέπουν να εφησυχάσουμε. Το πραγματικό λιανεμπόριο, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, δείχνει ότι συνεχίζει να βιώνει μία ακόμα εξαιρετικά δύσκολη περίοδο.
Ειδικά δε σε ό,τι αφορά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, η πραγματική κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, διότι σε μία πληθωριστική περίοδο όπου η ρευστότητα αγνοείται, δυστυχώς αυτές έκλεισαν τη χρονιά με το τεράστιο μείον 3% και εάν συνυπολογίσουμε τη γιγαντιαία αύξηση των λειτουργικών εξόδων, καταλαβαίνουμε γιατί όλες τελούν υπό καθεστώς ασφυξίας.
Εμείς, έχοντας πλέον στα χέρια μας αδιαμφισβήτητα στοιχεία που δεν επιτρέπουν πλέον τη δικαιολογία πως “οι έμποροι πάντα κλαίγονται” κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου, για την επιτακτική ανάγκη λήψης ισχυρών μέτρων τόνωσης της ζήτησης, με ταυτόχρονη όμως ελάφρυνση των βαρών των επιχειρήσεων, ώστε να επιτρέψουμε στον ισχυρότερο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας να αναπτυχθεί, αλλιώς δυστυχώς θα βρεθούμε μπροστά σε δυσάρεστα φαινόμενα μαρασμού και λουκέτων που δεν θέλει κανείς να ξαναζήσει».