Ένα συγκινητικό κείμενο για τα όσα έζησε με τον αείμνηστο – πλέον – Βαγγέλη Μπούτα, δημοσίευσαν τα “Νέα” το περασμένο Σάββατο (26-09-2020). Ένα κείμενο που έγραψε ο πάλαι ποτέ κραταιός αγροτοσυνδικαλιστής Θανάσης Κοκκινούλης. Ο πρώην πρόεδρος της ΕΑΣ Λάρισας περιγράφει έναν άνθρωπο γνήσιο, καθαρό, με τον οποίο διατηρούσε ισχυρότατους δεσμούς, παρά το πολιτικό χάος που χώριζε έναν “γαλάζιο” συνεταιριστή από έναν παλαιάς κοπής κομμουνιστή.
“Ο Βαγγέλης Μπούτας ήταν ένας άνθρωπος αυθεντικός. Κομμουνιστής πιστός, καθαρός στις αρχές του, πιστός στο Κόμμα και την ιδεολογία του και από εκεί και πέρα, η δική μου αίσθηση ήταν ότι θα μπορούσες να τον περιγράφεις με τρεις κουβέντες: Αγώνας, αντίσταση και διεκδίκηση. Ανυποχώρητος, αλύγιστος, σκληρός, δίκαιος, αλλά και παρά πολύ ευαίσθητος. Παρά πολύ ευαίσθητος με τους αγρότες ειδικά, με όλους τους συναδέλφους του.
Υπάρχουν τόσες ιστορίες με τον Βαγγέλη, γιατί ήταν πάρα πολλές οι στιγμές, όλα αυτά τα χρόνια, από το 1996 ως το 2002, που μετά εγώ πέρασα «πίσω από την κουρτίνα», που λένε. Οι ώρες στα μεγάλα μπλόκα όμως, του 1996, του 1997, αλλά κι αργότερα ήταν παρά πολλές, θα τις έλεγα δημιουργικές και τα αποτελέσματα των αγώνων εκείνων ήταν και πολλά και καλά για τους αγρότες.
Από όλες αυτές τις ιστορίες δύο στιγμές έχουν μείνει πολύ χαραγμένες στη μνήμη μου. Η μία είναι στις Μικροθήβες, έξω από τον Βόλο. Εκεί είχε γίνει η μεγάλη συγκέντρωση των αγροτών. Η πορεία από την Καρδίτσα είχε φτάσει, λοιπόν, στις Μικροθήβες κι επειδή η μέρα ήταν πάρα πολύ δύσκολη αποφασίστηκε εκείνο το βράδυ να μείνει μια ομάδα περιφρούρησης και να αποχωρήσουν οι υπόλοιποι.
Βέβαια, χαράματα το πρωί είχε έρθει η αστυνομία με εξοπλισμό, μηχανοκίνητα κ.λ.π. κι έγινε δολιοφθορά στα τρακτέρ μας. Ήταν πιστεύω μια ενέργεια που τελικά τραυμάτισε την εικόνα της τότε κυβέρνησης Σημίτη και δεν πτόησε το φρόνημα των αγροτών.
Μια άλλη φορά θυμάμαι που ήταν ο Κώστας Σημίτης στις Βρυξέλλες και με δική του έγκριση μας κάνει πρόταση να μας στείλουν ένα Σινούκ για να μας μεταφέρουν στην Αθήνα για συνάντηση, αλλά ο Βαγγέλης το απέρριψε εντελώς, όχι ότι είχε τέτοια διάθεση κανένας άλλος από εμάς.
Κι ένα άλλο ευτράπελο χαρακτηριστικό των μεγάλων κινητοποιήσεων ήταν τότε που είχαμε το μεγάλο μπλόκο στα Τέμπη χιλιάδες τρακτέρ, όλοι μαζί μέσα στη γούρνα των Τεμπών, στην παλιά εθνική οδό. Ο πανίσχυρος τότε Κώστας Λαλιώτης ήταν στη Θεσσαλονίκη και αποφάσισε ότι θα περνούσε από τα Τέμπη. Βέβαια έμεινε τέσσερις ώρες στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ραψάνης γιατί δεν του επετράπη να περάσει, ακόμη κι αν ήταν ο θεός, όχι ο Λαλιώτης, αφού ζητούσε δεσμεύσεις ότι δεν θα τον ακουμπήσει κανένας.
Αφού πέρασε ένα τετράωρο ολόκληρο ορθοστασίας στον σταθμό της Ραψάνης, τελικά συμφωνήσαμε μαζί του να έρθει να μας δει, να μας πει την άποψή του για τις κινητοποιήσεις και αν μπορεί κι αν έχει τη δύναμη να απαντήσει σε κάποια θέματα. Πέρασε λοιπόν ήπιε και τον καφέ του – αφού ήρθε να μην τον κεράσουμε και καφέ τον άνθρωπο; Μη μας έλεγε κι αφιλόξενους. Και κανένας δεν τον πείραξε φυσικά, αλίμονο κιόλας, υπουργός ήταν. Πήρε την ντουντούκα και έλεγε τα δικά του. «Εσύ θα λες τα δικά σου κι εμείς θα λέμε τα δικά μας», έτσι έλεγε στους πολιτικούς ο Βαγγέλης. «Εσείς τα δ’κά σας κι εμείς τα δ’κά μας».
Άσχετα από το κομμάτι της ιδεολογικής τοποθέτησης του καθενός, υπήρχαν μεγάλα αισθήματα αμοιβαία, μεγάλη εκτίμηση και σε προσωπικό και σε οικογενειακό επίπεδο. Εκείνα τα χρόνια κάναμε και παρέα έξω – βέβαια ο Βαγγέλης ήταν από την Καρδίτσα και ο καθένας ήταν πιο πολύ στον τόπο του. Αλλά βρισκόμασταν και στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολουθούσαν και τον Βαγγέλη τον φιλοξενούσαμε με παρά πολύ μεγάλη αγάπη στη Λάρισα, θυμάμαι τα πρώτα χρόνια, το ’97, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης κινητοποίησης, τον είχα φιλοξενήσει στο σπίτι.
Ήρθαμε να φάμε στο χωριό μου με τον Βαγγέλη και τον συγχωρεμένο τον Γιάννη τον Πατάκη στο σπίτι και θυμάμαι τη συγκίνηση της συγχωρεμένης της μάνας μου που τους είδε και τους δυο. Οι μανάδες μας, μας θεωρούσαν παιδιά τους όλους. Κι έτσι ήταν οι δεσμοί μας.
Εύχομαι να είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάζει. Η μνήμη του θα είναι άσβεστη και όλα αυτά τα λιθάρια που έβαλε ο Βαγγέλης Μπουτας στον βωμό της διεκδίκησης να είναι σίγουρος ότι δεν μπορεί να τα κουνήσει και να τα πετάξει κάτω κανένας.”